- προαγγελτικός
- -ή, -ό / προαγγελτικός, -ή, -όν, ΝΑ [προαγγέλλω]αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να προαγγέλλει, προειδοποιητικός.επίρρ...προαγγελτικῶς Αμε προαναγγελία, προειδοποιητικώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαγγελτήριος — α, ο, Ν προαγγελτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προαγγέλλω + κατάλ. τήριος (πρβλ. ειδοποιη τήριος)] … Dictionary of Greek
ՅԱՌԱՋԱՊԱՏՈՒՄ — ( ) NBH 2 0335 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical Տ. ՆԱԽԱՊԱՏՈՒՄ. προαγγελτικός praenuntiatus. *Յառաջապատում (վկայութիւնս) գրով գտցես. Կիւրղ. եէմի առ կոստանդ.: *Առ ʼի յուշ առնելոյ նոցա օրինօք զյառաջապատում չարչարանաց իւրոց. Ագաթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)